ἠνίασε

ἠνίασε
ἠνίᾱσε , ἀνιάω
grieve
aor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
ἠνί̱ασε , ἀνιάζω
grieve
aor ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περικοπή — η, ΝΜΑ [περικόπτω] πληθ. οι περικοπές και αι περικοπαί εκκλ. αποσπάσματα ή τμήματα τής Αγίας Γραφής τα οποία διαβάζονται στις διάφορες ακολουθίες τής θείας λατρείας, όπως είναι τα μέρη τών Ευαγγελίων και τών Επιστολών τών αποστόλων, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”